Δύο κομμάτια απο την ταλαίπωρη ψυχή μου,τυλιγμένα με το χρώμα που η λιγοστή ελπίδα δινει στα όνειρα έχω μόνο.Στην καρδιά μου ειναι γραμμένο με άρωμα ζωής ένα λανθασμένο όνομα!Εγώ πάντα την φώναζα Μάρθα!Μου θύμιζε την ηρωίδα ενός βιβλίου με αυτό το όνομα.Καστανά μάτια, ψηλότερη απο όσο πρέπει, καστανόξανθα μαλλιά τα οποία είχε πάντα μακρυά.
Ήταν ομορφότερη απο όλες τις χαρές του κόσμου μαζί.Κοίταζα τα μάτια της και ένιωθα όλη την λάμψη του ήλιου συγκεντρωμένη εκεί.Ήξερε να ζεί και να εκμεταλευεται τις χαρές της ζωής,ήτανε το ακριβώς αντίθετο απο εμένα.Υπήρχανε στιγμές που γινότανε τα πάντα για μένα και στιγμές που με εκανε να νιώθω σαν ένα τίποτα που ποτέ δεν θα προσέξει!
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα,είχαμε βγεί μια βόλτα στον μεγάλο δρόμο έξω απο το σπίτι της.Καθώς περπατάγαμε ξαφνικά είδαμε κάτω ένα χρυσό κολιέ.Ήταν η πρώτη φορά που κρατάγαμε κάτι τόσο πολύτιμο στα χέρια μας."Θα πρέπει να είναι πολύ ακριβό"της είπα."Είμαστε πλούσιοι" μου απάντησε και με κοίταξε στα μάτια.Αγκαλιάσαμε ο ένας τον άλλο και φιληθήκαμε.Ήταν τόσο παράξενη η στιγμή εκείνη και τόσο λανθασμένη κίνηση εκείνο το φιλί.Ξύπνησε μέσα μου όλα εκείνα τα συναισθήματα που απο μικρό παιδί προσπαθούσα να πνίξω.Βλέπεις ήμουν ερωτευμένος με την Μάρθα απο τότε που θυμάμαι τα πρώτα σημάδια της ζωής μου.Ηταν ένας ερωτας χωρίς μέλλον τον οποίο όσο μεγάλωνα καταλάβαινα και κατάστρεφα.
Η Μάρθα τρελαινόταν για τον Αλέξη.Ήταν ξάδερφός μου και τρελά ερωτευμένος μαζί της.Κρατάγανε τον δεσμό τους κρυφό χρόνια τώρα και ήμουν ο μόνος που το ήξερε.Ήμουν το μόνο τους έμπιστο πρόσωπο.Ο Αλέξης ήξερε και τα αισθήματά μου για Μάρθα,όμως ήξερε πως εκείνη πάντα θα αγαπούσε αυτόν.Ξέρανε και οι δύο ότι δεν θα πρόδιδα ποτέ το μυστικό τους.Ο Αλέξης πόνταρε στην αγάπη μου για την Μάρθα και εκείνη στο ότι μπορούσε με μία της μόνο λέξη να αλλάξει τις σκέψεις μου και να κατευθύνει τις πράξεις μου.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν άλλαξε όλη η ζωή μας.Αποφασίσαμε να κρατήσουμε κρυφό το χρυσό κολιέ απο τον Αλέξη και να το πουλήσουμε χωρίς να του πούμε ποτέ τίποτα.Ο Αλέξης όμως μας άκουσε όταν κουβεντιάζαμε,εντελώς τυχαία.Η Μάρθα δεν ήθελε να το μάθει.Τον τελευταίο καιρό ήθελε να ξεφύγει απο αυτόν.Ήξερε πως μαζί του όλα ήτανε λανθασμένα. Ήθελε τα χρήματα απο το κολιέ για να μπορέσει να κάνει μία νέα αρχή μακρυά απο τον Αλέξη.
Ο Αλέξης δεν είχε καταλάβει τίποτα.Χάρηκε όταν μας άκουσε να μιλάμε για το κολιε.Ήθελε και αυτός τα χρήματα για να φύγει μακρυά με την Μάρθα.Η Μάρθα θύμωσε,καυγάδισαν για πρώτη φορά.Τον έδιωξε,εκείνος θύμωσε και κατηγόρησε εμένα.Τότε ήταν που πήρα την μεγάλη απόφαση και εξομολογήθηκα τα πάντα στην Μάρθα.Ταράχθηκε λίγο,εγώ περισσότερο.Ένιωθα τα μάτια μου να κοιτάνε τα δικά της με φόβο για τον θυμό της."Το ξέρω"μου είπε,"απο την πρώτη στιγμή"
και με φίλησε τρυφερά."Όπως κι εσύ είσαι ο μόνος που έχει καταλάβει τι ακριβώς θέλω στην ζωή μου και γιατί πρέπει να φύγω απο εδώ"
Πουλήσαμε το κολιέ και της χάρισα το μερίδιο μου.Έφυγε απο την Ελλάδα για πάντα.Ο Αλέξης δεν το έμαθε ποτέ,σκοτώθηκε με την μηχανή την ώρα που αποχαιρετούσα την Μάρθα στο αεροδρόμιο!Βέβαια εκείνη δεν έμαθε ποτέ για το τέλος του Αλέξη,δεν της το είπα.
Έχουνε περάσει τρία χρόνια απο τότε,γατί τα θυμάμαι όλα αυτά;Γιατί χθές έλαβα την πρόσκληση για τον γάμο της Μάρθας.Έτσι ετοιμάζομαι για να την ξαναδώ μετά απο τόσο καιρό και να την γνωρίσω και στην γυναίκα μου για πρώτη φορά!
Μετά τον καυγά του Αλέξη και της Μάρθας είχα πάει και εψαξα πάλι στο σημείο που είχαμε βρεί το κολιέ.Κοντά σε ένα κάδο σκουπιδιών βρήκα ένα βαλιτσάκι με χρυσά κοσμήματα και αφθονα μετρητά.Τα παρέδωσα στην αστυνομία και έμαθα μετά απο μέρες την ιστορία τους.Ήτανε κλεμμένα και οι κλεφτες τα είχανε πετάξει επειδή τους κυνηγούσε η αστυνομία.Ανήκαν σε μία συμπαθέστατη ηλικιωμένη κυρία με μία πανέμορφη εγγονή που εντελώς τυχαία την λέγανε και αυτήν Μάρθα.
Ερωτευτήκαμε με την πρώτη ματιά με την εγγονή και τώρα ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι μας στην Ολλανδία για τον γάμο της άλλης Μάρθας με την αγαπημένη της Hilda!